- κατακλῇθρον
- κατακλῇθρον, τό,A = κατακλείς 1.1, IG11(2).144A 41 (Delos, iv B. C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακλήθρον — κατακλῄθρον, τὸ (Α) εργαλείο για ασφάλιση τού μοχλού τής θύρας, κατακλείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλῇθρον (< κλείω «κλείνω»)] … Dictionary of Greek